Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ του ΒΑΣΙΛΗ & του ΧΡΗΣΤΟΥ
Ο Βασίλης και ο Χρήστος έχουν από ένα εξοχικό δίπλα-δίπλα. Τα δύο σπίτια χωρίζονται με ένα ξύλινο φράχτη και τα δύο έχουν μια αυλή με γκαζόν.
Οι ιδιοκτησίες μοιάζουν αλλά του Χρήστου (σπίτι & αυλή) είναι μεγαλύτερη και παλαιότερη από του Βασίλη.
Μια μέρα ο Βασίλης βγαίνει από το σπίτι του για να πάρει το αυτοκίνητο του να πάει στο χωριό να ψωνίσει από το μικρό super market μερικά ψώνια που του ζήτησε η γυναίκα του.
Καθώς βγαίνει από το σπίτι, βλέπει τον Χρήστο, τον γείτονα, να κάθεται στη δική του αυλή σε μια ξαπλωτούρα και να λιάζεται. Τον καλημέρισε … κοντοστάθηκε που τον είδε να κάθεται στην δική του αυλή αλλά … δεν είπε τίποτα, συνέχισε και έφυγε με το αυτοκίνητο του για τα ψώνια. Όταν γύρισε, ο Χρήστος δεν ήταν εκεί. Είχε πάρει την ξαπλωτούρα του και είχε φύγει.
Αργότερα, όταν βοηθούσε την γυναίκα του να βάλουν τα ψώνια στα ντουλάπια της κουζίνας μίλησε στην γυναίκα του για το περιστατικό.
«Όταν έφευγα προηγουμένως, ο γείτονας μας λιαζόταν στο δικό μας γρασίδι.»
Η γυναίκα του τον κοίταξε καθώς έβαζε τα τελευταία αναψυκτικά στο ψυγείο. Και συνεχίζει …. «Δεν τον καταλαβαίνω, αφού έχει και αυτός αυλή, γιατί ήλθε στην δική μας?»
Η γυναίκα του τον κοιτάζει και του λέει: “ …. ε… δεν ξέρεις τον γείτονα μας … μη του δίνεις σημασία».
Μέρες πέρασαν ….
Ένα μεσημέρι, ο Βασίλης καθώς βγαίνει από το σπίτι και πηγαίνει προς αυτοκίνητο του, ξαναβλέπει τον Χρήστο με την ξαπλωτούρα του να λιάζεται στην δική του αυλή. Τον καλημερίζει, κοντοστέκεται αλλά δεν του λέει τίποτα . Σκέφτηκε τα λόγια της γυναίκας του. Όμως καθώς άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του, δεν κρατήθηκε και τον ρωτάει:
«Χρήστο, είμαστε γείτονες και είσαι ευπρόσδεκτος στην αυλή μας, αλλά …. αφού έχεις και εσύ κήπο με γρασίδι γιατί δεν κάθεσαι στην δική σου αυλή?»
Ο Χρήστος ανασηκώνει το κεφάλι του και τον κοιτάζει ερωτηματικά.
« Ποια αυλή σου?» του λέει.
Ο Βασίλης ….. αμήχανα κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου του που την είχε ήδη ανοίξει λέγοντας:
“Θα με τρελάνεις ρε Χρήστο? δεν πούλησε ο παππούς σου στον δικό μου αυτό το κομμάτι γης? Δεν έχτισε το σπίτι ο πατέρας μου? Τι μου λες?».
Ο Χρήστος ξαναξαπλώνοντας το κεφάλι του λέει: «Τι πούλησε ο παππούς μου, δεν σε καταλαβαίνω».
Ο Βασίλης σαστισμένος τον κοιτάει για λίγο και κινείται προς το σπίτι του. Μπαίνει μέσα και πηγαίνει στο ντουλάπι που έχει όλους τους φακέλους της οικογένειας και ψάχνει πυρετωδώς. Τον βλέπει η γυναίκα του και τον ρωτάει τι συμβαίνει.
«Ο γείτονας μας τρελάθηκε και μου λέει παράξενα πράγματα, ψάχνω τα χαρτιά του σπιτιού».
Μετά από λίγο βρίσκει τον φάκελο που έψαχνε. Βρίσκει το συμβόλαιο και βγαίνει έξω να το δείξει στην Χρήστο που ήταν ακόμα ξαπλωμένος στην ξαπλωτούρα του.
«Εδώ έχω τα συμβόλαιο της αγοροπωλησίας από τον παππού σου στον δικό μου» του λέει, δείχνοντας το. Ήταν 5-6 κιτρινισμένες σελίδες.
Ο Χρήστος ράθυμα ανασηκώνεται και παίρνει στα χέρια του το συμβόλαιο, το ξεφυλλίζει και όταν φτάνει στην τελευταία σελίδα ρωτάει:
«Ποιανού είναι αυτή η υπογραφή?»
«Του παππού σου» απαντά ο Βασίλης
«… και αυτή ποιανού είναι» ξαναρωτάει για την αριστερή υπογραφή της τελευταίας σελίδας.
«…του δικού μου παππού» του απαντάει ο Βασίλης και συνεχίζει «και από κάτω της συμβολαιογράφου που ήταν στο κεφαλοχώρι όπου έγινε η πράξης της αγοροπωλησίας».
« Ποια είναι αυτή η συμβολαιογράφος ? ποιες υπογραφές μου τσαμπουνάς, παππούς μου και παππού σου, δεν αναγνωρίζω τίποτα».
Εσείς ΤΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ?
Σημείωση: Η περίπτωση είναι…. “αληθινή” και διαδραματίζεται σε περιβάλλον χωρίς …. Δικαστήρια, αλλά και δεν υπάρχει φορέας να εφαρμόσει τυχόν δικαστική απόφαση.